χατζάρας

χατζάρας
ο, Ν
βλ. χαντζάρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χατζάρας, Νίκος — (Πειραιάς 1884 – 1944). Δημοσιογράφος και ποιητής. Έκανε την εμφάνισή του στον λογοτεχνικό κύκλο με σονέτα παρνασσικών τάσεων, που δημοσιεύτηκαν σε πειραιώτικα έντυπα. Συνεργάστηκε για περίπου 25 χρόνια με τα περιοδικά Το περιοδικό μας, Ακρίτας,… …   Dictionary of Greek

  • χαντζάρας — και χατζάρας, ο, Ν (χλευαστ.) σπαθοφόρος, σακαράκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + κατάλ. ας (πρβλ. κεφάλ ας)] …   Dictionary of Greek

  • Βασιλείου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Χασιά της Αττικής. Πολέμησε μαζί με τον αδελφό του Μελέτη από το 1821 έως το 1826. Όταν δολοφονήθηκε ο αδελφός του, ο Β. ανέλαβε την αρχηγία του σώματος με τον βαθμό του υπολοχαγού. 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”